θαμίζειν

θαμίζειν
θαμίζω
come often
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θαμίζω — (Α) [θαμά] 1. συχνάζω, πηγαίνω σε κάποιο μέρος συχνά («διὸ δὴ... οὐ θαμίζω εἰς τούσδε τοὺς τόπους», Πλάτ.) 2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («οὔτι κομιζόμενός γε θάμιζεν» δεν είχε συνηθίσει στις περιποιήσεις, Ομ. Οδ.) 3. ασχολούμαι συχνά με κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”